Κάθε χρόνο τέτοια εποχή άθελά μας ο νους ξαναγυρίζει
νοσταλγικά και με συγκίνηση για μια αναδρομή στις περασμένες
Αποκριές. Τότε που η Αποκριά ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι, ένα
ξεφάντωμα γέλιου και κεφιού.Ήταν ένας εύθυμος παράδει-
σος, μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, ήταν η ζωή με τη
γελαστή της όψη. Οι άνθρωποι τότε ήξεραν και μπορούσαν να
χαίρονται και να διασκεδάζουν,να σμίγουν οι καρδιές, να ανοί-
γουν διάπλατα οι ψυχές για να ξαλαφρώνει ο πόνος. Στ’ αλή-
θεια, τότε οι χωρικοί καταλάβαιναν Αποκριές με τα πα-
τροπαράδοτα αυτοσχέδια μασκαρέματα, με τα έξυπνα
και χαριτωμένα πειράγματα.
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς που η
δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.
Η Αποκριά άρχιζε στα χωριά μας με τον τελάλη που
φώναζε δυνατά, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρι-
σαίου, σε όλες τις γειτονιές του χωριού, ότι ήρθαν οι
Αποκριές και πρέπει να ετοιμάσουν το θρεφτάρι τους
(γουρούνι) για σφάξιμο. Γι’ αυτό η πρώτη εβδομάδα της
Αποκριάς λέγεται «προφωνή», διαλαλούσε δηλαδή τον
ερχομό της Αποκριάς ο τελάλης. Κάθε σπίτι έπρεπε να
ματώσει, να σφάξει το αποκριάτικο χοιρινό.
Όταν άρχιζε η Αποκριά οι νοικοκυρές του χωριού,
στούμπιζαν και κοπάνιζαν το σιτάρι που χρειάζονταν
μαζί με τις πρασουλίθρες και τα μπαχαρικά για να γεμί-
σουν, τα άντερα του αποκριάτικου χοιρινού. Όλα αυτά
γίνονταν με τη ντριβάλα που είναι μια μεγάλη στρογ-
γυλή πέτρα.
Οι προετοιμασίες της Αποκριάς ήταν χαρά μιας μο-
ναδικής γιορτής που συμμετείχε ολόψυχα καθημερινά
και για πολλές μέρες όλο το χωριό. Η πρώτη καλεσμένη
στην προετοιμασία για το πανηγυρικό γιορτάσι ήταν η
χαρά, για να ξαλαφρώσει ο πόνος και να γλεντήσει εάν
ήθελε και η λύπη, όπως λέει ο Τίμος Μωραϊτίνης.
«Ποιος ξέρει... στην Αποκριά
το ξέφρενο μεθύσι.
Μπορεί κι η λύπη νά ‘θελε
απόψε να γλεντήσει»
Με το σφάξιμο και τα πρώτα σκουσμάρια των γου-
ρουνιών, όλα τα παιδιά ζητούσαν άδεια από το δά-
σκαλο. Έτρεχαν για να αρπάξουν τη γουρουνίσια
φούσκα. Την έτριβαν στη στάχτη και την έκαναν ένα τέ-
λειο παιχνίδι για να γελάσουν και να χαρούν. Δεν ξε-
χνούσαν να βάλουν στο κούτελό τους, ένα κόκκινο
σταυρό από το αίμα του σφαγμένου γουρουνιού για να
δείξουν πως στο σπίτι τους έσφαξαν γουρούνι και για
να μην τα τρώνε το Καλοκαίρι τα κουνούπια.
Τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία γύρω από τη
φωτιά που τη σύμπαγαν για να ψηθεί γρήγορα ο καρί-
τζαφλας, που τον είχαν ρίξει στη θράκα για να τον φάνε
και να αρχίσουν οι γουρνοχαρές.
Για τους μεγάλους η Αποκριά άρχιζε με λίγο συκώτι
που έψηναν στα κάρβουνα της φωτιάς, ανάλατο τυρί και
πολύ κρασί. Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί τη γουρνο-
συκωταριά που την είχε μαγειρέψει η νοικοκυρά με μπό-
λικα μυρωδικά και τη μπομποτοκουλούρα που μόλις την
είχαν βγάλει από τη θράκα της φωτιάς.
Από την αρχή της Αποκριάς τα παιδιά του χωριού πή-
γαιναν στο λόγγο, και με τις τζιβιέρες (κάτι σαν φορείο)
κουβαλούσαν ξύλα για τη φωτιά της Τσικνοπέμπτης. Τα
παιδιά κάθε γειτονιάς συναγωνίζονταν ποια θα φτιάξουν
τη μεγαλύτερη, την πιο φανταχτερή φωτιά.
Την Τσικνοπέμπτη έπιανε φωτιά η Αποκριά. Γινόταν
ένα σωστό πανηγύρι. Παντού τροκάκια, φλογέρες και
νταούλια. Έσμιγαν όλοι μαζί οι άνθρωποι του χωριού.
Ανοιγαν διάπλατα οι καρδιές τους για ένα ξέφρενο γιορ-
τάσι, με μεγάλη διάθεση για διασκέδαση.
Κάθε σπίτι είχε ανάψει και τη δική του γωνιά. Τα κα-
ζάνια ήταν φρεσκογανωμένα, όλα καθαρά. Μέσα εκεί
άρχιζε το λιώσιμο και το τσίκνισμα του γουρουνιού.
Όλοι λίγο – πολύ με πρώτη τη νοικοκυρά και τα παιδιά
ήταν λιγδωμένοι, καθώς ανακατέβονταν με τους γουρ-
νομεζέδες, με το λιώσιμο, το τσιγαρίδισμα του γου-
ρουνιού και τα λουκάνικα που γέμιζαν με κρεατικά και
λογιών – λογιών μπαχαρικά.
Η νοικοκυρά με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα, ειδική
για την περίπτωση, ανακάτευε τους γουρνομεζέδες στο
καζάνι για να ροδίσουν και να τσικνίσουν.
Γύρω από το καζάνι περίμενε όλη η παρέα για να
βγουν οι πρώτοι μεζέδες και να αρχίσει το γλέντι. Δεν
προλάβαινε η νοικοκυρά να βγάλει από το καζάνι τους
ροδοκοκκινισμένους μεζέδες και τα παιδιά τους άρπα-
ζαν και τους ξεκοκκάλιζαν στο άψε – σβήσε. Γύρω – τρι-
γύρω από το καζάνι χόρευαν και τραγουδούσαν. Όλα
απλά, απλό και το τραπέζι, γεμάτο με πιατέλες τσιγαρί-
δες – ανάβραστο κρέας – ροδοκόκκινα αχνιστά λουκά-
νικα, τυριά, κανάτες με κρασί, μοσχοβολημένα ψωμιά.
Όλα ήταν χαρούμενα, χοροί και τραγούδια, παντού
χαρές σ’ όλο το χωριό. Όλοι μαζί και πρώτος και καλύ-
τερος ο παιδόκοσμος. Δεν έλειπε κανείς. Η Αποκριά
ήταν μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
Η μια γειτονιά πήγαινε στην άλλη για να δοκιμάσει
και εκεί τις τσιγαρίδες της νοικοκυράς, να αδειάσουν με-
ρικές μπουκάλες κρασί, να χορέψουν και να τραγουδή-
σουν. Έτσι άναβε περισσότερο το γλέντι.
Όταν κρύωναν οι τσιγαρίδες, το παστό όπως το έλε-
γαν, οι νοικοκυρές τις σιγύριζαν, τις έβαζαν μέσα στις
λαΐνες για σαράντα μέρες εντελώς κλειστές. Με τις λαΐ-
νες του χοιρινού περνούσε η φαμελιά όλο το χρόνο για
αρτιμή, για κρέας και καγιανάδες. Στο επάνω μέρος της
λαΐνας έβαζαν τη γλώσσα, τ’ αυτιά και την ουρά του
γουρουνιού για να τα φάνε της Αναλήψεως.
Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης όλα τα παιδιά και πολ-
λοί μεγάλοι ήταν κατάμαυροι με τη μουντζούρα του τη-
γανιού και μασκαρεμένοι με διάφορα παρδαλά ρούχα
που τους είχαν φτιάξει οι γυναίκες του χωριού. Περίεργα
καπέλα και τεράστιες μύτες.
Το σωρό με τα ξύλα τα είχαν στολίσει με χάρτινες
γιρλάντες και φαναράκια. Το ίδιο βράδυ προτού ανά-
ψουν τη φωτιά σχωρνούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μι-
κρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων και κείνοι
τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου κα-
λύτερα. Μετά το συγχώριο οι μεγάλοι έβαζαν φωτιά στο
σωρό με τα ξύλα.
Όταν η φωτιά φούντωνε καλά άρχιζαν τα παιδιά και
μερικοί μεγάλοι να παραβγαίνουν στο πήδημα πάνω από
τη φωτιά. Όλα γίνονταν με ένα ξέφρενο ρυθμό γλεν-
τιού. Το κάθε παιδί, όπως ήταν, προσπαθούσε να πηδή-
σει την ψηλότερη φωτιά και όχι σπάνια έβγαινε
τσουρουφλισμένο, με τα γέλια, τα πειράγματα και τις
επευφημίες της παρέας. Το μεγαλύτερο ντόρο για να
ανάψει το γλέντι το έκαναν τα παιδιά.
Σ’ αυτό το πνεύμα της Αποκριάς, έτρωγαν, έπιναν,
χόρευαν και τραγουδούσαν ανάμεσα στ’ άλλα και το
σατιρικό τραγούδι.
Μια γριά μονοδοντού
άντρα γύρευε παντού
λάχανα μαγέρευε
και της ήρθε μια βουλή
μια βουλή κακή βουλή
για να πάει να παντρευτεί.
Δίνει μια του καπακιού
κι άλλη μία του τετζεριού
φάτε κότες λάχανα
γιατί εγώ θα παντρευτώ
θα πάρω άντρα υπουργό.
Γινόταν θεότρελο γλέντι, εύθυμες παρέες, κεφάτα πει-
ράγματα σε όλους και για όλους.
Τι στρίβεις το μουστάκι σου
το κάνεις σαν αγκίστρι
που κανείς δεν το χρειάστηκε
για γαϊδουρινό καπίστρι.
Έτσι περνούσαν στα χωριά μας με τη φτωχή σε δια-
σκεδάσεις ζωή το αποκριάτικο παραδοσιακό πανηγύρι.
Λίγες σερπαντίνες, μια χούφτα κομφετί και ένα πλαστικό
σφυράκι δεν φτάνουν για το αποκριάτικο γιορτάσι. Η
Αποκριά δεν είναι μια κοσμική συγκέντρωση με ένα χορό
που «μοντάρεται» βιαστικά για να γίνει κάποιος ντόρος ή
μια αναφορά στις στήλες των εφημερίδων. Γι’ αυτό
λέμε σήμερα. Γύρισε πίσω παλιά Αποκριά, για να μη με-
λαγχολεί ο τόπος και να μην ερημώνουν οι καρδιές
ΜΠΡΑΒΟ ΜΑΣ ΘΥΜΗΣΕΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφή