Το δημοτικό διαμέρισμα Λαντζοίου,βρίσκεται 10 περίπου χιλιόμετρα νότιο-ανατολικά της Ωλένης. Είναι κτισμένο στις όχθες του άλλοτε μεγάλου και πανάρχαιου ποταμού Ενιππέα.Το χωριό παλιά ονομαζόταν Λαζαρίνα και βρισκόταν στην περιοχή του προφήτη Ηλία. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας οι άνδρες της <<Λαζαρίνας>> εξαφανίστηκαν, και οι γυναίκες τους χήρες πια,και με τα παιδιά πίστεψαν ότι τους αιχμαλώτισαν και τους σκότωσαν οι τούρκοι. Γι’αυτό αναζήτησαν ένα άλλο μέρος πιο ασφαλές για να κατοικήσουν εκεί μαζί με τα παιδιά τους.Έτσι μετέφεραν την Λαζαρίνα στη θέση που βρίσκεται σήμερα και το ονομάτισαν Λαντζόι.Το όνομα Λαντζόι προέρχεται από τη λατινική λέξη Lanjo, και σημαίνει μισθοφόρος. Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πρώην΄΄Λαζαρίνα΄ ονομάστηκε ‘΄Λαντζόι’’ επειδή οι άντρες του χωριού πήγαν μισθοφόροι και δεν σκοτώθηκαν,ούτε αιχμαλωτίστηκαν όπως ήθελαν να πιστέψουν οι ντόπιοι.Αυτό επιβεβαιώνεται κι από το γεγονός ότι οι Έλληνες της περιοχής μας,υπήρξαν μισθοφόροι των Ενετών(μαρτυρία σε ενετικά έγγραφα του 1500-1600) και είχαν σχηματίσει τα περίφημα ανταρτικά σώματα,γνωστά με το όνομα Stratioti. Το Λαντζόι ήταν υποδουλωμένο στους Τούρκους για 400 χρόνια.Μπορεί οι Τούρκοι να έκαναν καταστροφές , και να εκμεταλλεύτηκαν τους κατοίκους,, όμως κάποιοι από αυτούς ωφέλησαν πολύ το Λαντζόι. Η παράδοση λέγει ότι μια γυναίκα τουρκάλα κατοικούσε στο υψηλότερο σημείο του Λαντζοίου , και είχε πολλά χρήματα. Ένα ηλιόλουστο πρωινό βγήκε έξω από το από το σπίτι της και αγνάντεψε πολύ μακρυά,πέρα στον κάμπο ο οποίος ήταν ακαλλιέργητος. Έτσι η τουρκάλα ορκίστηκε να σπείρει τον κάμπο με αμπέλια,γιατί έλεγε ότι ήταν άδικο ένα τόσο γόνιμο και καρποφόρο έδαφος να μείνει ακαλλιέργητο. Αυτή η γυναίκα λοιπόν διέθεσε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό και έβαλε ανθρώπους να πραγματοποιήσουν την επιθυμία της,η οποία ήταν επιτυχής και γι’αυτό σήμερα στην περιοχή μας υπάρχουν πολλά αμπέλια. Επίσης οι τούρκοι κατασκεύασαν μια υπέροχη βρύση έξω από το χωριό, η οποία σώζεται ως σήμερα. Λέγεται όμως ότι στο Λαντζόι υπήρχαν και τα λεγόμενα ‘’μπουντρούμια’’ , κρατητήρια των τούρκων όπου ρίχνονταν πολλοί χριστιανοί που έπεφταν στη δυσμένεια των τούρκων. Το Λαντζόι το 1840 αποτέλεσε έδρα του Δήμου Ωλένης , και το 1853 η έδρα μεταφέρθηκε στο καράτουλα. Το χωριό ήταν γνωστό για την μεγάλη παραγωγή ροδάκινων .Κάθε χρόνο το Σεπτέμβριο όλοι οι κάτοικοι μαζί μάζευαν τα ροδάκινα από τα χωράφια , και το βράδυ στην πλατεία του χωριού μαζεύονταν όλοι μικροί-μεγάλοι, έπιναν , χόρευαν , έλεγαν αστεία και γλεντούσαν χωρίς να λογαριάζουν την κούραση που είχαν υποστεί όλη μέρα. Η παραγωγή ροδάκινων άρχισε να μην αποδίδει πια , όταν ήρθε στην περιοχή η μεσογειακή μύγα ή μύγα της Αιγύπτου που σήμερα αποκαλούμε σκουληκόμυγα . Τα χωράφια ήταν είτε ελαιώνες , είτε αμπελώνες, είτε με σιτάρι, είτε με οπωροφόρα. Επίσης είχε και τέσσερις μύλους αριστερά και δεξιά του ποταμού Ενιππέα. Ήταν ο υδρόμυλος του Κοτσιρά, του Καρνέση , του Σκυλλακου , και του Αβδού Αγά. Οι κάτοικοι του Λαντζοίου , του Γραμματικού ,και του Αγίου Γεωργίου, πήγαιναν εκεί το σιτάρι τους ώστε να γίνει αλεύρι. Ο μυλωνάς είχε στην υπηρεσία του έναν επιστάτη που πρόσεχε το νερό που έφτανε από τον Ενιππέα ποταμό στον υδρόμυλο, γιατί το νερό περνούσε από ανώμαλο έδαφος και κάποιοι συγχωριανοί το έκοβαν από τα αυλάκια ,για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Επίσης οι κάτοικοι ασχολούνταν ακόμα με την κτηνοτροφία, και την γεωργία, πελεκούσαν πεύκες και μάζευαν το ρετσίνι για να το πάνε στην βιομηχανία στις Καρούτες που λειτουργεί έως σήμερα. Στο Λαντζόι υπάγονται τα χωριά Άγιος Γεώργιος, κτισμένος στο λόφο βόρεια του Λαντζοίου, και του Γραμματικού με 6-10 οικογένειες που παλιά ήταν και η έδρα του Αβδού Αγά επί τις τουρκοκρατίας. Το πρώτο λεωφορείο ήρθε στο Λαντζόι ανάμεσα στο 1930 με 1935, και οι κάτοικοι που το έβλεπαν πρώτη φορά το φώναζαν Σατούρνια. Στην κοινότητα Λαντζοίου κάθε χρόνο ο εκπολιτιστικός σύλλογος διοργάνωνε τις γαιδουροδρομίες τις σακοδρομίες , και τις γυμναστικές επιδείξεις οι οποίες γινόντουσαν κάθε δεύτερη μέρα του Πάσχα και έπαιρναν μέρος Λαντζοναίοι και Αγιωργίτες.Το χωριό τότε ήταν το κεφαλοχώρι του Δήμου Ωλένης. Σήμερα είναι αρκετά μεγάλο , έχει 700 περίπου κατοίκους και είναι πολύ γραφικό. Τ0 Μάρτιο του 2009 δημιουργήθηκε ο πολιτιστικός σύλλογος (Άγιος Δημήτριος) οδηγώντας τα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού. Έχει Τρία (3) Καφενεία/Ψησταριές, δύο (2) Μίνι Μάρκετ, δύο (2) κρεοπωλεία ,ένα (1) Δημοτικό Σχολείο, ένα (1)Νηπιαγωγείο και ένα (1) Κοινοτικό Κατάστημα. Σ’ένα ύψωμα υπάρχει το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία, πανω απο τις όχθες του ποταμού Ενιππέα το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου και μέσα στο χωριό δεσπόζει η κεντρική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου καθώς και η Αγία Κυριακή στο κοιμητήριο.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΤΗ

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή άθελά μας ο νους ξαναγυρίζει
νοσταλγικά και με συγκίνηση για μια αναδρομή στις περασμένες
Αποκριές. Τότε που η Αποκριά ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι, ένα
ξεφάντωμα γέλιου και κεφιού.Ήταν ένας εύθυμος παράδει-
σος, μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, ήταν η ζωή με τη
γελαστή της όψη. Οι άνθρωποι τότε ήξεραν και μπορούσαν να
χαίρονται και να διασκεδάζουν,να σμίγουν οι καρδιές, να ανοί-
γουν διάπλατα οι ψυχές για να ξαλαφρώνει ο πόνος. Στ’ αλή-
θεια, τότε οι χωρικοί καταλάβαιναν Αποκριές με τα πα-
τροπαράδοτα αυτοσχέδια μασκαρέματα, με τα έξυπνα
και χαριτωμένα πειράγματα.
Εδώ κοιμάται ήσυχα ένας μεγάλος φουκαράς που η
δουλειά του ήτανε να είναι μασκαράς.
Η Αποκριά άρχιζε στα χωριά μας με τον τελάλη που
φώναζε δυνατά, την Κυριακή του Τελώνου και Φαρι-
σαίου, σε όλες τις γειτονιές του χωριού, ότι ήρθαν οι
Αποκριές και πρέπει να ετοιμάσουν το θρεφτάρι τους
(γουρούνι) για σφάξιμο. Γι’ αυτό η πρώτη εβδομάδα της
Αποκριάς λέγεται «προφωνή», διαλαλούσε δηλαδή τον
ερχομό της Αποκριάς ο τελάλης. Κάθε σπίτι έπρεπε να
ματώσει, να σφάξει το αποκριάτικο χοιρινό.
Όταν άρχιζε η Αποκριά οι νοικοκυρές του χωριού,
στούμπιζαν και κοπάνιζαν το σιτάρι που χρειάζονταν
μαζί με τις πρασουλίθρες και τα μπαχαρικά για να γεμί-
σουν, τα άντερα του αποκριάτικου χοιρινού. Όλα αυτά
γίνονταν με τη ντριβάλα που είναι μια μεγάλη στρογ-
γυλή πέτρα.
Οι προετοιμασίες της Αποκριάς ήταν χαρά μιας μο-
ναδικής γιορτής που συμμετείχε ολόψυχα καθημερινά
και για πολλές μέρες όλο το χωριό. Η πρώτη καλεσμένη
στην προετοιμασία για το πανηγυρικό γιορτάσι ήταν η
χαρά, για να ξαλαφρώσει ο πόνος και να γλεντήσει εάν
ήθελε και η λύπη, όπως λέει ο Τίμος Μωραϊτίνης.
«Ποιος ξέρει... στην Αποκριά
το ξέφρενο μεθύσι.
Μπορεί κι η λύπη νά ‘θελε
απόψε να γλεντήσει»
Με το σφάξιμο και τα πρώτα σκουσμάρια των γου-
ρουνιών, όλα τα παιδιά ζητούσαν άδεια από το δά-
σκαλο. Έτρεχαν για να αρπάξουν τη γουρουνίσια
φούσκα. Την έτριβαν στη στάχτη και την έκαναν ένα τέ-
λειο παιχνίδι για να γελάσουν και να χαρούν. Δεν ξε-
χνούσαν να βάλουν στο κούτελό τους, ένα κόκκινο
σταυρό από το αίμα του σφαγμένου γουρουνιού για να
δείξουν πως στο σπίτι τους έσφαξαν γουρούνι και για
να μην τα τρώνε το Καλοκαίρι τα κουνούπια.
Τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία γύρω από τη
φωτιά που τη σύμπαγαν για να ψηθεί γρήγορα ο καρί-
τζαφλας, που τον είχαν ρίξει στη θράκα για να τον φάνε
και να αρχίσουν οι γουρνοχαρές.
Για τους μεγάλους η Αποκριά άρχιζε με λίγο συκώτι
που έψηναν στα κάρβουνα της φωτιάς, ανάλατο τυρί και
πολύ κρασί. Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί τη γουρνο-
συκωταριά που την είχε μαγειρέψει η νοικοκυρά με μπό-
λικα μυρωδικά και τη μπομποτοκουλούρα που μόλις την
είχαν βγάλει από τη θράκα της φωτιάς.
Από την αρχή της Αποκριάς τα παιδιά του χωριού πή-
γαιναν στο λόγγο, και με τις τζιβιέρες (κάτι σαν φορείο)
κουβαλούσαν ξύλα για τη φωτιά της Τσικνοπέμπτης. Τα
παιδιά κάθε γειτονιάς συναγωνίζονταν ποια θα φτιάξουν
τη μεγαλύτερη, την πιο φανταχτερή φωτιά.
Την Τσικνοπέμπτη έπιανε φωτιά η Αποκριά. Γινόταν
ένα σωστό πανηγύρι. Παντού τροκάκια, φλογέρες και
νταούλια. Έσμιγαν όλοι μαζί οι άνθρωποι του χωριού.
Ανοιγαν διάπλατα οι καρδιές τους για ένα ξέφρενο γιορ-
τάσι, με μεγάλη διάθεση για διασκέδαση.
Κάθε σπίτι είχε ανάψει και τη δική του γωνιά. Τα κα-
ζάνια ήταν φρεσκογανωμένα, όλα καθαρά. Μέσα εκεί
άρχιζε το λιώσιμο και το τσίκνισμα του γουρουνιού.
Όλοι λίγο – πολύ με πρώτη τη νοικοκυρά και τα παιδιά
ήταν λιγδωμένοι, καθώς ανακατέβονταν με τους γουρ-
νομεζέδες, με το λιώσιμο, το τσιγαρίδισμα του γου-
ρουνιού και τα λουκάνικα που γέμιζαν με κρεατικά και
λογιών – λογιών μπαχαρικά.
Η νοικοκυρά με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα, ειδική
για την περίπτωση, ανακάτευε τους γουρνομεζέδες στο
καζάνι για να ροδίσουν και να τσικνίσουν.
Γύρω από το καζάνι περίμενε όλη η παρέα για να
βγουν οι πρώτοι μεζέδες και να αρχίσει το γλέντι. Δεν
προλάβαινε η νοικοκυρά να βγάλει από το καζάνι τους
ροδοκοκκινισμένους μεζέδες και τα παιδιά τους άρπα-
ζαν και τους ξεκοκκάλιζαν στο άψε – σβήσε. Γύρω – τρι-
γύρω από το καζάνι χόρευαν και τραγουδούσαν. Όλα
απλά, απλό και το τραπέζι, γεμάτο με πιατέλες τσιγαρί-
δες – ανάβραστο κρέας – ροδοκόκκινα αχνιστά λουκά-
νικα, τυριά, κανάτες με κρασί, μοσχοβολημένα ψωμιά.
Όλα ήταν χαρούμενα, χοροί και τραγούδια, παντού
χαρές σ’ όλο το χωριό. Όλοι μαζί και πρώτος και καλύ-
τερος ο παιδόκοσμος. Δεν έλειπε κανείς. Η Αποκριά
ήταν μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
Η μια γειτονιά πήγαινε στην άλλη για να δοκιμάσει
και εκεί τις τσιγαρίδες της νοικοκυράς, να αδειάσουν με-
ρικές μπουκάλες κρασί, να χορέψουν και να τραγουδή-
σουν. Έτσι άναβε περισσότερο το γλέντι.
Όταν κρύωναν οι τσιγαρίδες, το παστό όπως το έλε-
γαν, οι νοικοκυρές τις σιγύριζαν, τις έβαζαν μέσα στις
λαΐνες για σαράντα μέρες εντελώς κλειστές. Με τις λαΐ-
νες του χοιρινού περνούσε η φαμελιά όλο το χρόνο για
αρτιμή, για κρέας και καγιανάδες. Στο επάνω μέρος της
λαΐνας έβαζαν τη γλώσσα, τ’ αυτιά και την ουρά του
γουρουνιού για να τα φάνε της Αναλήψεως.
Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης όλα τα παιδιά και πολ-
λοί μεγάλοι ήταν κατάμαυροι με τη μουντζούρα του τη-
γανιού και μασκαρεμένοι με διάφορα παρδαλά ρούχα
που τους είχαν φτιάξει οι γυναίκες του χωριού. Περίεργα
καπέλα και τεράστιες μύτες.
Το σωρό με τα ξύλα τα είχαν στολίσει με χάρτινες
γιρλάντες και φαναράκια. Το ίδιο βράδυ προτού ανά-
ψουν τη φωτιά σχωρνούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μι-
κρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων και κείνοι
τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου κα-
λύτερα. Μετά το συγχώριο οι μεγάλοι έβαζαν φωτιά στο
σωρό με τα ξύλα.
Όταν η φωτιά φούντωνε καλά άρχιζαν τα παιδιά και
μερικοί μεγάλοι να παραβγαίνουν στο πήδημα πάνω από
τη φωτιά. Όλα γίνονταν με ένα ξέφρενο ρυθμό γλεν-
τιού. Το κάθε παιδί, όπως ήταν, προσπαθούσε να πηδή-
σει την ψηλότερη φωτιά και όχι σπάνια έβγαινε
τσουρουφλισμένο, με τα γέλια, τα πειράγματα και τις
επευφημίες της παρέας. Το μεγαλύτερο ντόρο για να
ανάψει το γλέντι το έκαναν τα παιδιά.
Σ’ αυτό το πνεύμα της Αποκριάς, έτρωγαν, έπιναν,
χόρευαν και τραγουδούσαν ανάμεσα στ’ άλλα και το
σατιρικό τραγούδι.
Μια γριά μονοδοντού
άντρα γύρευε παντού
λάχανα μαγέρευε
και της ήρθε μια βουλή
μια βουλή κακή βουλή
για να πάει να παντρευτεί.
Δίνει μια του καπακιού
κι άλλη μία του τετζεριού
φάτε κότες λάχανα
γιατί εγώ θα παντρευτώ
θα πάρω άντρα υπουργό.
Γινόταν θεότρελο γλέντι, εύθυμες παρέες, κεφάτα πει-
ράγματα σε όλους και για όλους.
Τι στρίβεις το μουστάκι σου
το κάνεις σαν αγκίστρι
που κανείς δεν το χρειάστηκε
για γαϊδουρινό καπίστρι.
Έτσι περνούσαν στα χωριά μας με τη φτωχή σε δια-
σκεδάσεις ζωή το αποκριάτικο παραδοσιακό πανηγύρι.
Λίγες σερπαντίνες, μια χούφτα κομφετί και ένα πλαστικό
σφυράκι δεν φτάνουν για το αποκριάτικο γιορτάσι. Η
Αποκριά δεν είναι μια κοσμική συγκέντρωση με ένα χορό
που «μοντάρεται» βιαστικά για να γίνει κάποιος ντόρος ή
μια αναφορά στις στήλες των εφημερίδων. Γι’ αυτό
λέμε σήμερα. Γύρισε πίσω παλιά Αποκριά, για να μη με-
λαγχολεί ο τόπος και να μην ερημώνουν οι καρδιές